Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Μακαρία καί ἀφανής κοίμηση.



Ἐνῶ ὑποτασσόταν ταπεινά στίς ὑποδείξεις τῶν γιατρῶν, κάποια ἡμέρα κά-
λεσε τόν γιατρό καί τοῦ εἶπε:
–Ἐδῶ θά σταματήσουμε τήν θεραπεία.
–Γιατί, Γέροντα;
–Τώρα θά κάνεις ὑπακοή ἐσύ. Θά δώσεις ἐντολή νά σταματήσουμε. Τώρα
δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε. Χθές θέλησα νά προσευχηθῶ γονατιστός καί δέν
μπόρεσα. Δέν μπορῶ νά δῶ κανέναν˙ ἔληξε ἡ ἀποστολή μου. Αὐτό ἦταν. Ἐδῶ
θά μέ ἀφήσετε.
–Γέροντα, τό συκώτι σας πρήστηκε καί σᾶς πονάει, τοῦ εἶπα, γιατί εἶχε κάνει
μεταστάσεις φοβερές.
»Χαμογέλασε καί μοῦ εἶπε:
– Ἄ, αὐτό εἶναι τό καμάρι μου, μή στενοχωριέσαι. Αὐτό μέ κράτησε ὥς τά
ἑβδομήντα, καί αὐτό τώρα μέ στέλνει, ὅσο πιό γρήγορα μπορεῖ, ἐκεῖ πού πρέπει
νά πάω. Μή στενοχωριέσαι γι᾿ αὐτό, μιά χαρά εἶμαι».

Δέν δεχόταν νά κάνη ἐνέσεις παυσίπονες. Δέν ἤθελε νά λείψη τελείως ὁ
πόνος.
Ὁ Γέροντας εἶχε ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψη στό Ἅγιον Ὄρος. Νά κοιμηθῆ καί νά
ταφῆ ἀφανῶς στό Περιβόλι τῆς Παναγίας,
Αλλά καί πάλι ἐμποδίστηκε ἀπό νέα ἐπιδείνωση τῆς ἀσθενείας. Πίσω ἀπό
αὐτές τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια κρυβόταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή νά
ταφῆ ἔξω στόν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι, ὅσο τόν εἶχαν ἀνάγκη, ὅταν ζοῦσε, ἄλλο
τόσο θά τόν χρειάζονταν καί μετά τήν κοίμησή του.
Οἱ πόνοι συνεχῶς ἐπιτείνονταν καί ἔφθασαν πλέον νά ἰσοτιμοῦνται μέ τούς
πόνους τῶν μαρτύρων.
Δέν πανικοβαλλόταν, δέν γόγγυζε, ἀλλά ὑπέμενε καί δοξολογοῦσε.
Ἔλεγε: «Ὅσο μέ ὠφέλησαν οἱ ἀρρώστιες, δέν μέ ὠφέλησε ἡ ἄσκηση πού σάν
μοναχός ἔκανα τόσα χρόνια».
Στήν ἑορτή τῆς ἁγίας Εὐφημίας, 11 Ἰουλίου (ν.ἡ.), ἡμέρα Δευτέρα, κοινώ-
νησε γιά τελευταία φορά γονατιστός στό κρεββάτι του, ἀφοῦ πλέον ἀδυνα-
τοῦσε νά μεταβῆ στήν Ἐκκλησία.
Εἶχε σταματήσει νά βλέπη κόσμο. Ἤθελε νά εἶναι μόνος, νά προσεύχεται
ἀπερίσπαστα καί νά προετοιμασθῆ καλύτερα γιά τήν ἔξοδό του. Ἐξυπηρε-
τεῖτο μέχρι τέλους μόνος, ἐταλαιπωρεῖτο ἀφάνταστα, ἦταν ὅμως χαρούμε-
νος καί εἰρηνικός.
Ὁ Γέροντας πέρασε τήν τελευταία νύχτα μαρτυρική. Ἐπεκαλεῖτο τήν Πα-ναγία μέσα στούς πόνους του: «Γλυκειά μου Παναγία», ἔλεγε. Ἔχασε τίς
αἰσθήσεις του γιά δύο ὧρες, καί ὅταν συνῆλθε, μέ σβησμένη φωνή εἶπε:
«Μαρτύριο, πραγματικό μαρτύριο», καί ἔπειτα ἐκοιμήθη εἰρηνικά. Ἦταν ἡ
12η Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1994, ἡμέρα Τρίτη καί ὥρα 11η π.μ. καί μέ τό παλαιό
ἑορτολόγιο ἡ 29η Ἰουνίου, μνήμη τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου
καί Παύλου.
Ἐνταφιάσθηκε πίσω ἀπό τόν ναό τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου, χωρίς νά μάθη καί χω-
ρίς νά κληθῆ κανείς στήν κηδεία του. Αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Γέροντα. Νά
γίνη ἀφανῶς ἡ κηδεία του.
Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, πού ἔγινε γνωστή ἡ κοίμησή του, τό τί συνέβη εἶ-
ναι ἀπερίγραπτο. Ἀπό ὅλα τά μέρη μιά κοσμοσυρροή ξεχυνόταν γιά νά προ-
σκυνήσουν τόν τάφο του. Ἔβλεπε κανείς αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις ἀγάπης καί
εὐλαβείας. Ἄλλοι τόν ἐπεκαλοῦντο ὡς Ἅγιο. Ἄλλοι ἀπό εὐλάβεια ἔπαιρναν
χῶμα ἀπό τόν τάφο του. Ὅσοι εἶχαν κάποιο προσωπικό του ἀντικείμενο τό
θεωροῦσαν μεγάλη εὐλογία.
Ἐπάνω στόν ἀπέριττο τάφο του,σέ μαρμάρινη πλάκα, χαράχθηκε τό ποί-
ημα πού γράφτηκε ἀπό τόν ἴδιο:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου